Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Στο Καφενείο του χωριού



                   

Εγω Γεννήθηκα στον Πύργο της Ηλείας από ζακυνθινούς γονείς,και ο βασιλης από το Γύθειο, Κονάκια ,,
Οταν πηγα στο χωριό του Βασίλη ,δεν υπήρχε ενας Χωριανός που να μη με αγαπήσει , και εγω τους αγάπησα πολύ ολους, μεχρη και της πέτρες αγάπησα ,,,
Οι κάτοικοι του χωριού δεν ήταν Παραπάνω απο εκατό , Ευτυχισμένα όμορφα χρόνια που δεν ξεχνιούνται, το καφενείο του χωριού ήταν η μεγάλη μου αγάπη,
Δεν υπήρχε γεροντάκι που να μην το είχα αγκαλιάσει ,
Ο μπαρμα Αλέκος που αναφέρω ήταν ο πατέρας του Βασίλη , που ζούσε εκει με την αγαπημένη μου πεθερά !
Ο μπαρμα Γιάννης αδελφός του μπάρμπα Αλέκου του πεθερού μου ,
Ο Κυρ Χρήστος είχε το καφενείο , η Κυρά Ζαφειρούλα η σύζυγός του κύρ Χριστού την οποία την έχουμε χάσει πριν λίγους μήνες, Ο Ηλίας ήταν ο γιος τους, είχαν και άλλον ένα γιο τον Τάκη που ζει στην Αυστραλία ,

Στο Καφενείο του χωριού,

Ολοι εκεί Επήγαιναν
πίνοντας το κρασί τους ,
Μιλούσαν για τα νιάτα τους
Και την παλιοζωή τους ,,

Κοιτούσαν έξω βλέπανε
Βουνά πλαγιές και χιόνια,
Στην σκέψη παντα γύριζαν
Τα παιδικά τους χρόνια,

Ο γέρο Μηστος έκλαιγε
Και σπάνια γελούσε,
Γιατι είχε χάσει ενα παιδι .
Ο δόλιος και πονούσε ,,

Ο μπαρμα Γιάννης κόντευε
Τα εκατό να πιάσει .
μα το μιαλο δεν έλεγε
Ακόμα να το χάσει ,

Ο κυρ Αλέκος κοίταγε
Καμία φορά στη ζούλα
Στο καφενέ σαν έμπαινε
Μεσα καμία μικρούλα ,

Ο μπάρμπα Γιώργης έπινε
με πόνο τραγουδούσε,
Είχε παιδιά στην ξενιτιά
Και τ' απόθυμουσε

Ο μπάρμπα Θύμιος ρώταγε
Αν ήρθε ο ταχυδρόμος,
Θύμα κι αυτός της ξενιτιάς
Είχε απομείνει μόνος,

Εκει όλοι συναντιόντουσαν
Λέγοντας τα δικά τους,
Και κάπου κάπου έσταζε
Το δακρυ απ´ την μάτια τους

Ο Μιχαλιός ο φουκαράς
Και αυτός μόναχος ζούσε
Έχασε την συμβία του
Και πίνοντας ξεχνούσε ,,

Ο μπαρμα Χρήστος έχασε
Και εκείνος την κυρα του,
Δεξί του χέρι Ήτανε
Και πάντοτε κοντά του ,

Το καφενείο είχανε
Το κόσμο αγαπούσαν ,
Όσοι πήγαιναν εκεί,
Τους εξυπηρετούσαν ,

Η Ζαφειρούλα, ηταν γλυκιά
Το χρηστο αγαπούσε,
Και παντα με χαμόγελο
Και αγαπη του μιλούσε ,

Είχανε κάνει και δυο γιούς
Τον Λιάκο και τον Τάκη
Ο Τάκης πήγε ξενιτιά
Και ο Λιάκος στο κονάκι ,

Ο Λιάκος ηταν ο μικρός
Που στάθηκε κοντά τους ,
Ήτανε παντα δίπλα τους
Το φως απ´την μάτια τους ,

Δεν έλειπε και η Μαριώ
Μέσα απ’ το καφενείο,
ότι γινόταν μεσα εκεί
Τ´γραφε στο βιβλίο

Σε αυτό το όμορφο χωριό 
Όποιος ποτέ πατήσει,
 Μες την καρδιά παντοτινά
 Ενθύμιο θα αφήσει,

 Εχει ανθρώπους όμορφους 
Παιδιά που δεν Ξεχνιούνται, 
Όσο για αυτούς που φύγανε 
Ποτέ δε λησμονιούνται, 

Της Παναγίας μας τη γιορτή 
Δεν θα την λησμονήσεις
 Στο Πανηγύρι της θα φας 
Θα πιείς θα τραγουδήσεις,

Γιώτα  Ξενου
 



Το ποίημα αυτό ανήκει στην ποιητικη συλλογή μου ¨ένα Βιβλίο ¨

Γιώτα Ξένου



Ονομάζαμε Γιώτα Ξένου. Παιδί της διασποράς με μια καρδια γεμάτη Ελλάδα. Σας στέλνω την αγάπη μου μέσα από όλα αυτά που έχω γράψει. Έχω γράψει για όλους και για όλα. Μη ξεχνάτε την πατρίδα μας. Σε όποια γωνιά της γης και να βρίσκεστε!

1 σχόλιο:

  1. ΓΙΩΤΑ ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ.ΥΠΕΡΟΧΑ ΟΛΑ ΣΟΥ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ.ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΦΙΛΕΣ.ΦΙΛΑΚΙΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι Στίχοι, τα τραγούδια και τα ποιήματα ειναι δημιουργίες της Γιώτας Ξένου, ως εκ τούτου τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν αποκλειστικά στην δημιουργό τους
Με γνώμονα τον σεβασμό στην δημιουργό αφήστε το σχόλιο σας εαν επιθυμείτε εδώ!!
Σας ευχαριστώ!